ομόγραφος


ομόγραφος
Προφορά

Ετυμολογία
ομόγραφος μεταγενέστερη ελληνική ὁμόγραφος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ομόγραφος -η, -ο

✦ ο γραμμένος με όμοιο τρόπο προς κάποιον άλλο
✦ (μαθημ.) ομόγραφη σχέση, σχέση μεταξύ δύο μεταβλητών, κατά την οποία σε κάθε τιμή της μιας μεταβλητής αντιστοιχεί η μία και μόνη μεταβλητή της άλλης τιμής

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.