ομφαλοσκοπία


ομφαλοσκοπία
Προφορά

Ετυμολογία
ομφαλοσκοπία ομφαλοσκόπος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ομφαλοσκοπία

✦ τρόπος με τον οποίο επιδιώκει κανείς να περιέλθει σε έκσταση παρατηρώντας επί ώρες εντατικά τον αφαλό του
(μτφ. ) μοιρολατρία, αδράνεια

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.