ομφάλιος


ομφάλιος
Προφορά

Ετυμολογία
ομφάλιος μεταγενέστερη ελληνική ὀμφάλιος, ὀμφαλικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ομφάλιος -α, -ο

✦ που ανήκει ή αναφέρεται στον αφαλό: ομφαλικός δακτύλιος
✦ ομφάλιος λώρος, σωληνοειδές όργανο που συνδέει το έμβρυο με τον πλακούντα
(μτφ. ) ζωτικός δεσμός ανάμεσα σε πρόσωπα ή πράγματα: ο δεσμός του ποιητή με την εποχή του (είναι)… ένας ομφάλιος λώρος… ένας δεσμός καθαρά βιολογικός (Γ. Σεφέρης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.