ομπρελάς


ομπρελάς
Προφορά

Ετυμολογία
ομπρελάς ομπρέλα

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ομπρελάς

✦ αυτός που πουλά ή κατασκευάζει ομπρέλες

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.