ομολογούμενος


ομολογούμενος
Προφορά

Ετυμολογία
ομολογούμενος μτχ. του ρήματος ομολογούμαι

Ερμηνεία
ομολογούμενος

✦ -η, -ο μτχ. ως επίθ. (Κ -ένη, -ενον) αναμφισβήτητος, αναντίρρητος

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα
ομολογουμένως, κατά γενική ομολογία

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.