ομολογιακός


ομολογιακός
Προφορά

Ετυμολογία
ομολογιακός ομολογία

Ερμηνεία
επίθετο┘ ομολογιακός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με την ομολογία
✦ ομολογιακό δάνειο, το δάνειο που συνάπτει το κράτος ή μια εταιρεία από το κοινό

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.