ομολογία
Προφορά
Ετυμολογία
ομολογία αρχαία ελληνική ὁμολογία
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ομολογία
✦ προφορική ή γραπτή παραδοχή πράξεων ή λόγων
✦ (εκκλ.) αποδοχή θρησκευτικού δόγματος
✦ (οικον.) ανώνυμος τίτλος δανείου προς το κράτος ή προς επιχείρηση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–