ομοιοχρωμία
Προφορά
Ετυμολογία
ομοιοχρωμία ομοιόχρωμος
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ομοιοχρωμία
✦ (βιολ.) ομοιότητα ανάμεσα στο χρώμα ενός ζώου και στο χρώμα του περιβάλλοντος στο οποίο, συν., ζει, με αποτέλεσμα να καθίσταται το ζώο δυσδιάκριτο
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–