ομοιοχρωμία


ομοιοχρωμία
Προφορά

Ετυμολογία
ομοιοχρωμία ομοιόχρωμος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ομοιοχρωμία

(βιολ.) ομοιότητα ανάμεσα στο χρώμα ενός ζώου και στο χρώμα του περιβάλλοντος στο οποίο, συν., ζει, με αποτέλεσμα να καθίσταται το ζώο δυσδιάκριτο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.