ομοιοπαθητικός
Προφορά
Ετυμολογία
ομοιοπαθητικός ομοιοπαθής
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ομοιοπαθητικός -ή, -ό
✦ ο αναφερόμενος στον ομοιοπαθή ή την ομοιοπάθεια
✦ ομοιοπαθητικός (ο, η) ως ουσ., γιατρός ειδικός στην ομοιοπαθητική
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–