ομοιοκάταρκτος


ομοιοκάταρκτος
Προφορά

Ετυμολογία
ομοιοκάταρκτος αρχαία ελληνική ὁμοιοκάταρκτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ομοιοκάταρκτος -η, -ο

✦ που έχουν στην αρχή τον ίδιο φθόγγο ή την ίδια συλλαβή
✦ (συντακτ.) ομοιοκάταρκτο σχήμα, σχήμα κατά το οποίο πολλές συλλαβές ή λέξεις αρχίζουν με τον ίδιο φθόγγο, ά. παρήχηση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.