ομογαμία


ομογαμία
Προφορά

Ετυμολογία
ομογαμία αρχαία ελληνική ὁμόγαμος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ομογαμία

(βιολ.) τάση για σύζευξη μεταξύ παρόμοιων μορφών

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.