ομογάλακτος


ομογάλακτος
Προφορά

Ετυμολογία
ομογάλακτος μεταγενέστερη ελληνική ὁμογάλακτος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ομογάλακτος -η, -ο

✦ που θήλασε το ίδιο γάλα με άλλον

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.