ομοβροντία
Προφορά
Ετυμολογία
ομοβροντία ομο- + βροντώ
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ομοβροντία
✦ ταυτόχρονη εκπυρσοκρότηση πολλών όπλων, μπαταριά: ο οδηγός του σκοτώθηκε με την πρώτη ομοβροντία κι έπεσε μπρούμυτα απάνω στη μηχανή του (Γ. Θεοτοκάς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–