ομηριστής


ομηριστής
Προφορά

Ετυμολογία
ομηριστής μεταγενέστερη ελληνική ὁμηριστής

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ομηριστής

✦ φιλόλογος που ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τα ομηρικά έπη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.