ομελέτα


ομελέτα
Προφορά

Ετυμολογία
ομελέτα └γαλλ┘ omelette

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ομελέτα

✦ φαγητό από χτυπητά αβγά τηγανισμένα με λάδι ή βούτυρο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.