ομαλότητα
Προφορά
Ετυμολογία
ομαλότητα αρχαία ελληνική ὁμαλότης
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ομαλότητα
✦ η ιδιότητα του ομαλού, το να είναι κάτι επίπεδο ή λείο
✦ πολιτική κατάσταση που χαρακτηρίζεται από ευρυθμία και ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ανωμαλία
Επιρρήματα
–