ομαλός
Προφορά
Ετυμολογία
ομαλός αρχαία ελληνική ὁμαλός
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ομαλός -ή, -ό
✦ λείος, επίπεδος, ίσος, που δεν παρουσιάζει εσοχές ή εξοχές ή άλλες ανομοιομορφίες στην επιφάνειά του
✦ (μτφ. ) κανονικός, φυσιολογικός, συνηθισμένος: ομαλές συνθήκες
✦ (γραμμ.) ο σύμφωνος με τους γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες: ομαλά ρήματα
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
ανώμαλος ,αντικανονικός, έκρυθμος
Επιρρήματα
ομαλά (Κ ομαλώς)