ομαλισμός


ομαλισμός
Προφορά

Ετυμολογία
ομαλισμός μεταγενέστερη ελληνική ὁμαλισμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ομαλισμός

✦ βλ. ομάλιση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.