ομαδικός
Προφορά
Ετυμολογία
ομαδικός ομάς, -άδος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ομαδικός -ή, -ό
✦ ο της ομάδας: ομαδικό πνεύμα
✦ που γίνεται από ομάδες ή κατά ομάδες: ομαδική έκθεση καλλιτεχνών – ομαδική έξοδος των Αθηναίων στην ύπαιθρο – ομαδικό έργο
Συνώνυμα
συλλογικός
Αντίθετα
ατομικός
Επιρρήματα
ομαδικά (Κ ομαδικώς)