ομήλικος


ομήλικος
Προφορά

Ετυμολογία
ομήλικος αρχαία ελληνική επίθετο ὁμῆλιξ

Ερμηνεία
επίθετο┘ ομήλικος -η, -ο

✦ ο της ίδιας ηλικίας με άλλον

Συνώνυμα
συνομήλικος, συνηλικιώτης
Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.