ομάδα
Προφορά
Ετυμολογία
ομάδα μεταγενέστερη ελληνική ὁμάς
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η ομάδα
✦ άθροισμα ατόμων ή ομοειδών πραγμάτων που λαμβάνεται ως ενιαίο σύνολο
✦ (ειδ.) ένωση ανθρώπων που έχουν κοινό έργο ή σκοπό: ερευνητική ομάδα
✦ (αθλητ.) σύνολο αθλητών που συνεργάζονται μεταξύ τους κατά την διεξαγωγή ομαδικού αθλήματος: ποδοσφαιρική ομάδα
✦ (χημ.) σύνολο χημικών στοιχείων που παρουσιάζουν ομοιότητες στην ηλεκτρονική δομή των ατόμων τους και στις φυσικές και χημικές τους ιδιότητες |(ιατρ.) ομάδα αίματος, καθεμιά από τις τέσσερις κατηγορίες στις οποίες διαιρείται το αίμα με βάση ιδιότητες των ερυθρών αιμοσφαιρίων καθοριζόμενες από αντιγόνα
✦ ομάδες συμφερόντων ή ομάδες πιέσεως (μτφρ. του αγγλικά pressure groups) ένωση προσώπων που έχουν κοινά συμφέροντα και αποβλέπουν στην επίτευξη ενός σκοπού ή αποτελέσματος με άσκηση πιέσεως στην κυβερνητική εξουσία
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–