ολόχρυσος


ολόχρυσος
Προφορά

Ετυμολογία
ολόχρυσος μεταγενέστερη ελληνική ὁλόχρυσος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ολόχρυσος -η, -ο

✦ ολόκληρος κατασκευασμένος από χρυσάφι: στη θύρα την ολόχρυση της παντοδυναμίας (Διον. Σολωμός)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.