ολότελα


ολότελα
Προφορά

Ετυμολογία
ολότελα μεσαιωνική ελληνική ὁλότελα

Ερμηνεία
επίρρημα ολότελα

✦ ολοκληρωτικά, εντελώς: είχε νυχτώσει ολότελα και το φεγγάρι αργούσε να χαράξει (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.