ολόσωμος


ολόσωμος
Προφορά

Ετυμολογία
ολόσωμος μεταγενέστερη ελληνική ὁλόσωμος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ολόσωμος -η, -ο

✦ ο με ολόκληρο το σώμα: ολόσωμο πορτρέτο – γλυπτό
✦ που καλύπτει ολόκληρο τον κορμό: ολόσωμο μαγιό
✦ (ζωολ.) τα ολόσωμα ως ουσ., μικροσκοπικοί οργανισμοί χωρίς ειδικά όργανα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.