ολόρθος


ολόρθος
Προφορά

Ετυμολογία
ολόρθος μεσαιωνική ελληνική ὁλόρθος

Ερμηνεία
επίθετο┘ ολόρθος -η, -ο

✦ ο εντελώς όρθιος, ευθυτενής: ολόρθος στέκομαι σιμά εις του μνήματός μου τ’ ανοικτόν στόμα (Α. Κάλβος)
(μτφ. ) ο ψυχικά απρόσβλητος: όσα δεινά κι αν υπόφεραν, οι πολιορκημένοι έμειναν ολόρθοι – στ’ άρματα, εμπρός, ολόρθοι, φτερωμένοι (Κ. Παλαμάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.