ολόγιομος


ολόγιομος
Προφορά

Ετυμολογία
ολόγιομος όλος + γέμω

Ερμηνεία
ολόγιομος

✦ κ. ολόγεμος, -η, -ο επίθ. (για τη σελήνη) το γεμάτο φεγγάρι, η πανσέληνος: στον ουρανό, τ’ ολόγιομο φεγγάρι (Μ. Καραγάτσης)
✦ ο εντελώς γεμάτος, υπερπλήρης: ζει μια ζωή ολόγιομη και δικαιωμένη (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.