ολόβαθος
Προφορά
Ετυμολογία
ολόβαθος όλος + βάθος
Ερμηνεία
└επίθετο┘ ολόβαθος -η, -ο
✦ που έχει μεγάλο βάθος, ο πολύ βαθύς: σα σε γαλήνιο πέλαγο, πηδώντας το δελφίνι, με δυνατά πηδήματα, στα ολόβαθα νερά (Άγγ. Σικελιανός)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–