ολυμπιακός


ολυμπιακός
Προφορά

Ετυμολογία
ολυμπιακός αρχαία ελληνική ὀλυμπιακός

Ερμηνεία
επίθετο┘ ολυμπιακός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στην Ολυμπία
✦ ολυμπιακοί αγώνες, οι τελούμενοι, κάθε τετραετία, κατά την αρχαιότητα, πανελλήνιοι αθλητικοί αγώνες στην Ολυμπία· επίσης, οι κατά μίμηση των αρχαίων, τελούμενοι σήμερα, ανά τετραετία, σε διαφορετική κάθε φορά χώρα αγώνες με παγκόσμια συμμετοχή

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.