ολοσκέπαστος


ολοσκέπαστος
Προφορά

Ετυμολογία
ολοσκέπαστος όλος + σκεπή – σκεπάζω

Ερμηνεία
ολοσκέπαστος

✦ -η, -ο κ. ολοσκέπαστος, -η, -ο επίθ. ο εξ ολοκλήρου σκεπασμένος, στεγασμένος

Συνώνυμα

Αντίθετα
ξέσκεπος
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.