ολομελής


ολομελής
Προφορά

Ετυμολογία
ολομελής αρχαία ελληνική ὁλομελής

Ερμηνεία
επίθετο┘ ολομελής -ής, -ές

✦ που έχει ακέραια τα μέλη, σώος, πλήρης
✦ (για συνεδριάζον σώμα) του οποίου όλα τα μέλη είναι παρόντα

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.