ολοβάπτισμα
Προφορά
Ετυμολογία
ολοβάπτισμα όλος + βάπτισμα
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└ουδέτερο┘ το ολοβάπτισμα
✦ το βάπτισμα με πλήρη κατάδυση στο νερό, όπως της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας, σε αντίθεση προς το βάπτισμα με ράντισμα των δυτικών
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–