ολκός
Προφορά
Ετυμολογία
ολκός αρχαία ελληνική ὁλκός
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό┘ ο ολκός
✦ η πράξη και το αποτέλεσμα του έλκω, σύρσιμο, τράβηγμα
✦ αύλακα που σχηματίζεται σε επιφάνεια από κινούμενο ή αιχμηρό όργανο, εντομή, χαρακιά
✦ (τεχν.) εξάρτημα μηχανής κατασκευής συρμάτων, που φέρει τρύπες που σμικρύνονται προοδευτικά, ώστε οι μεταλλικές ράβδοι που περνούν απ’ αυτές να μετατρέπονται σε σύρματα με το επιθυμητό πάχος
✦ (ναυτ.) πληθ. ολκοί, οι δύο δοκοί της ναυπηγικής κλίνης που βοηθούν στην καθέλκυση πλοίου
✦ (ναυτ.) βοηθητικά σχοινιά για τη στροφή των πανιών στη σωστή θέση
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–