ολισθηρότητα


ολισθηρότητα
Προφορά

Ετυμολογία
ολισθηρότητα ολισθηρός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ολισθηρότητα

✦ η ιδιότητα, η κατάσταση του ολισθηρού: η ολισθηρότητα των δρόμων δεν επέτρεπε την άνετη κυκλοφορία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.