ολετήρας


ολετήρας
Προφορά

Ετυμολογία
ολετήρας αρχαία ελληνική ὀλετήρ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο ολετήρας

✦ καταστροφέας, που φέρνει όλεθρο: απονέμουν «τον της δικαιοσύνης στέφανον» στους άνομους και στους ολετήρες (Μ. Πλωρίτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.