ολβιότητα


ολβιότητα
Προφορά

Ετυμολογία
ολβιότητα όλβιος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η ολβιότητα

✦ ευτυχία ιδ. η προερχόμενη από τον πλούτο και τα αγαθά της ζωής, ευδαιμονία

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.