οκτακοσιοστός
Προφορά
Ετυμολογία
οκτακοσιοστός μεταγενέστερη ελληνική ὀκτακοσιοστός
Ερμηνεία
οκτακοσιοστός
✦ κ. οχτακοσιοστός, -ή, -ό επίθ. (Κ οκτακοσιοστός, -ή, -όν) που έχει, σε σειρά ή τάξη, τον αριθμό οκτακόσια (800)
✦ ουδ. το οκτακοσιοστό(ν) ως ουσ., το ένα από τα οχτακόσια ίσα μέρη ενός όλου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–