οκτάωρος
Προφορά
Ετυμολογία
οκτάωρος οκτώ + ώρα
Ερμηνεία
οκτάωρος
✦ κ. οχτάωρος, -η, -ο επίθ. (Κ οκτάωρος, -ος, -ον) που διαρκεί οχτώ ώρες
✦ ουδ. το οκτάωρο(ν) ως ουσ., χρονικό διάστημα οχτώ ωρών ως ανώτατο όριο ημερήσιας εργασίας
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–