οκρίβαντας


οκρίβαντας
Προφορά

Ετυμολογία
οκρίβαντας αρχαία ελληνική ὀκρίβας

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο οκρίβαντας

✦ τρίποδο στήριγμα όπου τοποθετούν οι ζωγράφοι τους πίνακες, καβαλέτο

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.