οκνηρία


οκνηρία
Προφορά

Ετυμολογία
οκνηρία μεταγενέστερη ελληνική ὀκνηρία

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η οκνηρία

✦ φυγοπονία, τεμπελιά

Συνώνυμα
νωθρότητα, ραθυμία
Αντίθετα
εργατικότητα, φιλοπονία
Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.