οικονομισιά


οικονομισιά
Προφορά

Ετυμολογία
οικονομισιά οικονομώ

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η οικονομισιά

✦ μεγάλο κέρδος, πλουτισμός, συν. από δραστηριότητες εμπορικές που έχουν σύντομη διάρκεια, ά. αρπαχτή: αλλά ποιος δεν είναι λίγο πολύ οικονομολόγος την σήμερον ημέραν, όπου η πρώτη «μέριμνα του αιώνος» είναι οι οικονομισιές; (Μ. Πλωρίτης)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.