οικονομισάριος


οικονομισάριος
Προφορά

Ετυμολογία
οικονομισάριος η λ. από το ρήμα οικονομώ, αναλογικά προς το κομισάριος

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο οικονομισάριος

✦ αυτός που εκμεταλλεύεται δημόσια θέση ή αξίωμα ή τις σχέσεις του με δημόσια πρόσωπα για να αποκομίσει, με μη νόμιμα μέσα, οικονομικά οφέλη

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.