οικονομικός


οικονομικός
Προφορά

Ετυμολογία
οικονομικός αρχαία ελληνική οἰκονομικός

Ερμηνεία
επίθετο┘ οικονομικός -ή, -ό

✦ ο σχετικός με την οικονομία, τη διαχείριση χρημάτων ή την απόκτηση υλικών αγαθών
✦ που στοιχίζει λίγα, ο φτηνός

Συνώνυμα

Αντίθετα
δαπανηρός, ακριβός
Επιρρήματα
οικονομικά (Κ οικονομικώς)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.