οικονομία
Προφορά
Ετυμολογία
οικονομία αρχαία ελληνική οἰκονομία (=διοίκηση σπιτιού)
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└θηλυκό┘ η οικονομία
✦ διαχείριση εσόδων και εξόδων ενός σπιτιού
✦ το σύνολο των ενεργειών του ανθρώπου ως μέλους της κοινωνίας για την απόκτηση των υλικών αγαθών
✦ η φειδώ στα έξοδα
✦ κ. μτφ.: οικονομία δυνάμεων
✦ πολιτική οικονομία, η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, κατανομή και κατανάλωση των υλικών αγαθών
✦ πληθ. οικονομίες, αποταμιευμένα χρήματα
✦ (λογοτ. στον εν.) η διάταξη της δομής, η κανονική σύνθεση των μερών λογοτεχνικού έργου
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
σπατάλη
Επιρρήματα
–