οικολόγος
Προφορά
Ετυμολογία
οικολόγος οίκος + λέγω
Ερμηνεία
ουσιαστικό
└αρσενικό ή θηλυκό┘ ο, η οικολόγος
✦ ο μελετητής της οικολογίας
✦ πληθ. οικολόγοι, οπαδοί πολιτικής κίνησης με κύριο ενδιαφέρον την προστασία του περιβάλλοντος και με έντονη αντίθεση στην χρήση πυρηνικής ενέργειας και κατασκευή πυρηνικών όπλων, ά. πράσινοι
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–