οικοκυρικός


οικοκυρικός
Προφορά

Ετυμολογία
οικοκυρικός οικοκύρης

Ερμηνεία
επίθετο┘ οικοκυρικός -ή, -ό

✦ ο αναφερόμενος στον νοικοκύρη ή τη νοικοκυρά
✦ ο σχετικός με τις ασχολίες της νοικοκυράς: οικοκυρική σχολή
✦ θηλ. οικοκυρική ως ουσ., το σύνολο των γνώσεων που πρέπει να κατέχει η νοικοκυρά για τη διεύθυνση και λειτουργία του σπιτιού
✦ πληθ. ουδ. οικοκυρικά ως ουσ., μάθημα, διδασκαλία των γνώσεων που θεωρούνται απαραίτητες για μια νοικοκυρά

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.