οικοδομήσιμος


οικοδομήσιμος
Προφορά

Ετυμολογία
οικοδομήσιμος οικοδομώ

Ερμηνεία
επίθετο┘ οικοδομήσιμος -η, -ο

✦ ο κατάλληλος, ο προσφερόμενος για οικοδόμηση, για ανέγερση κατοικίας η κατοικιών: οικοδομήσιμη έκταση

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.