οικισμός


οικισμός
Προφορά

Ετυμολογία
οικισμός αρχαία ελληνική οἰκισμός

Ερμηνεία
ουσιαστικό
αρσενικό┘ ο οικισμός

✦ εγκατάσταση κατοίκων
✦ σύνολο πρόχειρων ή λιγοστών κατοικιών σε ορισμένον τόπο: αγροτικός οικισμός

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.