οικειότητα


οικειότητα
Προφορά

Ετυμολογία
οικειότητα αρχαία ελληνική οἰκειότης

Ερμηνεία
ουσιαστικό
θηλυκό┘ η οικειότητα

✦ η ιδιότητα του οικείου, στενός σύνδεσμος, εγκαρδιότητα σχέσεων: κόμπιαζε μπροστά στη γυναίκα του φίλου του, μ’ όλην την οικειότητα που του ‘δειχνε εκείνη (Γ. Θεοτοκάς)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.