οικειούμαι
Προφορά
Ετυμολογία
οικειούμαι αρχαία ελληνική οἰκειόομαι -οῦμαι
Ερμηνεία
οικειούμαι
✦ -ούσαι, -ούται κ. οικειώνομαι ρ. (οικειώθηκα, οικειωμένος) εξοικειώνομαι
✦ οικειοποιούμαι: είχε οικειωθεί από τη γλώσσα τους λόγια στοιχεία (Εμμ. Κριαράς)
Συνώνυμα
–
Αντίθετα
–
Επιρρήματα
–