οιδιπόδειος


οιδιπόδειος
Προφορά

Ετυμολογία
οιδιπόδειος αρχαία ελληνική οἰδιπόδειος

Ερμηνεία
επίθετο┘ οιδιπόδειος -α, -ο

✦ ο σχετικός με τον Οιδίποδα
✦ οιδιπόδειο(ν) σύμπλεγμα, ψυχολογικό σύμπλεγμα της παιδικής ηλικίας που χαρακτηρίζεται από σχεδόν ερωτική προσκόλληση του αγοριού στη μητέρα (το αντίστοιχο του κοριτσιού προς τον πατέρα καλείται «σύμπλεγμα της Ηλέκτρας»)

Συνώνυμα

Αντίθετα

Επιρρήματα


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.